Μπατόν Ρουζ

Μπατόν Ρουζ
(Βaton Rouge). Πόλη (227.500 κάτ. το 2002) των νότιων ΗΠΑ, πρωτεύουσα της πολιτείας της Λουιζιάνα. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Μισισιπή, 110 χλμ. ΒΔ της Νέας Ορλεάνης, στη θέση όπου το 1719 οι Γάλλοι άποικοι της Λουιζιάνα είχαν χτίσει ένα φρούριο. Με τη συνθήκη του Παρισιού (1763) πέρασε στους Ισπανούς, που την επέστρεψαν στους Γάλλους το 1800· τελικά προσαρτήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1817. Κατά τον εμφύλιο (χωριστικό) πόλεμο δόθηκαν εκεί σκληρές μάχες μεταξύ Νοτίων και Βορείων. Η Μ.Ρ, αν και πρωτεύουσα από το 1849, έμεινε για καιρό μικρό κυρίως εμπορικό κέντρο· η ανάπτυξή της συνέπεσε με την έναρξη της εκμετάλλευσης των πετρελαιοπηγών της Λουιζιάνα και με την ανάπτυξη των σχετικών μεταποιητικών βιομηχανιών· σήμερα η πόλη έχει, μεταξύ άλλων, ένα από τα μεγαλύτερα διυλιστήρια πετρελαίου του κόσμου, καθώς και βιομηχανίες τροφίμων, υφαντουργίας, χημικών και μηχανουργικών προϊόντων. Καθώς βρίσκεται όχι μακριά από τις εκβολές του Μισισιπή, αναπτύχθηκε σε σημαντικό ποτάμιο και ωκεάνιο λιμάνι εξαγωγής των προϊόντων της ενδοχώρας (ρύζι, βαμβάκι, ξυλεία και κυρίως πετρέλαιο). Είναι επίσης μεγάλο σιδηροδρομικό και οδικό κέντρο, με πορθμεία και γέφυρα που συνδέουν τις δύο όχθες του Μισισιπή. Σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, η Μ.Ρ. είναι έδρα πανεπιστημίου της Πολιτείας, που ιδρύθηκε το 1860, και πολλών ανώτερων ιδρυμάτων, που ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία. Μερική άποψη της Μπατόν Ρουζ, πρωτεύουσας της πολιτείας της Λουϊζιάνα των ΗΠΑ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λουιζιάνα — (Louisiana). Ομόσπονδη πολιτεία (123.677 τ. χλμ., 4.465.430 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στο νότιο τμήμα της χώρας. Βρέχεται από τον Κόλπο του Μεξικού (Ατλαντικός ωκεανός) στα Ν, συνορεύει με το Τέξας στα Δ και με τις πολιτείες Αρκάνσας στα Β και… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • Μάουρα, Κάρμεν — (Carmen Maura, Μαδρίτη 1946 –). Ισπανίδα ηθοποιός. Ξεκίνησε την καριέρα της με εμφανίσεις σε καμπαρέ και καφεθέατρα. Θεωρείται ανακάλυψη του Πέδρο Αλμοδόβαρ, αφού με την βοήθειά του μεταπήδησε αρχικά στην τηλεόραση και αργότερα στον κινηματογράφο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”